-
1 κινέω
Aκίνησα Il.23.730
, etc.:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] fut. κινήσομαι (in pass. sense) Pl.Tht. 182c, D.9.51, - ηθήσομαι Ar.Ra. 796, Pl.R. 545d, etc.: [tense] aor. [voice] Med. ([dialect] Ep.)κινήσαντο Opp.C.2.582
: [tense] aor. [voice] Pass. ἐκινήθην, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.ἐκίνηθεν Il.16.280
: (cf. κίω):— set in motion, ἄγε κινήσας, of Hermesleading the souls, Od.24.5; simply, move, ;κ. θύρην 22.394
;κ. κάρη Il.17.442
, etc.;Ζέφυρος κ. λήϊον 2.147
;κ. ὄμμα S.Ph. 866
;ναῦς ἐκίνησεν πόδα E.Hec. 940
(lyr.), etc.; σκληρὰ ἡ γῆ ἔσταικινεῖν, i.e. plough, X.Oec.16.11; κ. δόρυ, of a warrior about to attack, E.Andr. 607;κ. στρατιάν Id.Rh.18
(anap.);κ. ὅπλα Th.1.82
; κ. σκάφην rock a cradle, Phylarch.36 J.b in later Gr., set in motion a process of law, etc., PKlein.Form.405, etc.2 remove a thing from its place,ἀνδριάντα Hdt.1.183
; ; κ. τι τῶν ἀκινήτων meddle with things sacred, Hdt.6.134, cf. S. Ant. 1061, Th.4.98; κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι apply them to an alien purpose, Id.2.24;κ. τῶν χρημάτων Id.1.143
, 6.70;κ. τὸ στρατόπεδον X.An.6.4.27
, etc. ( κινεῖν alone, Plb.2.54.2, cf. LXX Ge.20.1, Plu. Dio 27); change, innovate,νόμαια Hdt.3.80
;τοὺς πατρίους νόμους Arist. Pol. 1268b28
;τῶν κειμένων νόμων Zaleuc.
ap. Stob.4.2.19:—[voice] Pass.,νόμιμα κινούμενα Pl.Lg. 797b
;ἰατρικὴ κινηθεῖσα παρὰ τὰ πάτρια Arist. Pol. 1268b35
: so abs. in [voice] Act., change treatment, ib. 1286a13.3 Gramm., inflect,τὰ ῥήματα ἐκίνει τὸ τέλος A.D.Pron.104.15
:—more usu. in [voice] Pass., κατὰ τὸ τέλος κινεῖσθαι ib.104.10.II disturb, of a wasps'nest,τοὺς δ' εἴ πέρ τις.. κινήσῃ ἀέκων Il.16.264
; arouse,κ. τινὰ ἐξ ὕπνου E.Ba. 690
; urge on,φόβος κ. τινά A.Ch. 289
; φυγάδα πρόδρομον κινήσασα having driven him in headlong flight, S.Ant. 109 (lyr.); κ. ἐπιρρόθοις κακοῖσιν attack, assail, ib. 413;μήτηρ κ. κραδίαν, κ. δὲ χόλον E.Med.99
(anap.);ἐάν με κινῇς καὶ ποιήσῃς τὴν χολὴν.. ζέσαι Anaxipp.2
; κ. τινά incite or stir one up to speak, Pl.R. 329e, Ly. 223a, X.Mem.4.2.2; κ. τὰ πολλὰ καὶ ἄτοπα stir up.. questions, Pl.Tht. 163a; call in question an assumption,τὰ μέγιστα κ. τῶν μαθηματικῶν Arist.Cael. 271b11
, cf. Phld.Sign.27;κ. τὸ τὰ ἄκρα.. ἀνταίρειν Str.2.1.12
, cf. Plot.2.1.6;ὁ κινῶν [τὰ φαινόμενα] λόγος S.E.M.8.360
:—[voice] Pass., S.OC 1526; κινεῖται γὰρ εὐθύς μοι χολή my bile is stirred, Pherecr.69.5;κεκινῆσθαι πρός τι X.Oec.8.1
.2 set going, cause, call forth,φθέγματα S.El.18
;πατρὸς στόμα Id.OC 1276
; ;λόγον περί τινος Pl.R. 450a
;πάντα κ. λόγον Id.Phlb. 15e
;κ. ὀδύνην S.Tr. 974
(anap.); ;πάθος Phld. Mus.p.4
K.; πόλεμον, πολέμους, Th.6.34, Pl.R. 566e;Ἐμπεδοκλέα.. πρῶτον ῥητορικὴν κεκινηκέναι Arist.Fr.65
.3 Medic., κ. οὔρησιν, οὖρα, Dsc.2.109, 127; κοιλίαν ib.6.4 sens. obsc.,κ. γυναῖκα Eup.233.3
(nisileg. ἐβίνουν), cf.Ar.Ach. 1052 (v.l.), Eq. 364, Nu. 1103 (lyr., [voice] Pass.), al., AP11.7 ([place name] Nicander);κ. τὰ σκέλεα Herod.5.2
.5 phrases: κ. πᾶν χρῆμα turn every stone, try every way, Hdt.5.96; μὴ κ. εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb. 15c; μὴ κίνει Καμάριναν, ἀκίνητος γὰρ ἀμείνων Orac. ap. St.Byz.; κινεῦντα μηδὲ κάρφος 'not stirring a finger', Herod.3.67, cf. 1.55;μηδ' ὀδόντα κινῆσαι Id.3.49
; κ. τὸν ἀπ' ἴρας πύματον λίθον 'play the last card', Alc.82 (s.v.l.).B [voice] Pass., to be put in motion, go, Il.1.47; <κι>νηθεὶς ἐπῄει dub. in Pi.Fr. 101: generally, to be moved, stir, κινήθη ἀγορή, ἐκίνηθεν φάλαγγες, Il.2.144, 16.280; of an earthquake,Δῆλος ἐκινήθη Hdt.6.98
, Th.2.8;θύελλα κινηθεῖσα S.OC 1660
; τί κεκίνηται; what motion is this? E.Andr. 1226 (anap.); κινεῖσθαι, opp. ἑστάναι, motion, opp. rest, Pl. Sph. 250b, etc.; ὥσπερ χορδαὶ ἐν λύρᾳ συμπαθῶς κινηθεῖσαι vibrating in unison, Plot.4.4.8.2 of persons, to be moved, stirred, ὁ κεκινημένος one who is agitated, excited, Pl.Phdr. 245b, cf. Vett.Val.45.25, al.;κ. παθητικῶς Phld.Rh.1.193
S.3 of dancing,κ. τῷ σώματι Pl.Lg. 656a
.4 move forward, of soldiers, S.OC 1371, E.Rh. 139, Ph. 107; but κ. ἐκ τῆς τάξεως leave the ranks, X.HG2.1.22.6 κεκινημένος περί τι, Lat. versatus in.., Pl.Lg. 908d. -
2 ὠφέλεια
ὠφέλ-εια, ἡ, required by the metre (in iambics), S.El. 944, Ar. Th. 183; whereas [full] ὠφελία is required in E.Andr. 539 (anap.), Fr.78 (lyr.), Ar.Ec. 576 (lyr.): the best codd. of Pl. have ὠφελία more freq. than ὠφέλεια (although B always has ὠφέλεια in Phdr.), and ὠφελία is found in IG12.69.24 (v B. C., Prose), Hyp.Eux.9, and freq. in Phld., as Mus.p.54 K., al.: [dialect] Ion. [full] ὠφελίη Hdt.5.98, al., AP6.187 (Alph.):—A help, aid, succour, esp. in war,ἔπεμπον ἐς τὴν Ἐπίδαμνον.. τὴν ὠ. Th. 1.26
, cf. 39;τὴν ὠ. παρέχειν τινί Id.3.13
, cf. And.3.31;ὠ. ἀνδρὶ φέρειν E.Fr.78
(lyr.);ὠ. προσλήψεσθαι Th.2.7
;ἀπό τινων εὑρίσκεσθαι Id.1.31
;τῆς ὠ. μεταλαμβάνειν Id.1.39
;τυγχάνειν Id.6.17
; ἐπάγεσθαί τινας ἐπ' ὠφελίᾳ for aid, Id.1.3, cf. 5.38; ἀποχρήσασθαι τῇ ἑκατέρου ἡμῶν ὠ. to make full use of the assistance or services we both can give, Id.6.17;μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας Id.3.82
, cf. D.H. Th.31; οὐδὲν ἰατρικῆς δεῖται οὐδ' ὠφελίας or any other aid, Pl.Ly. 217a, cf. R. 559b; καὶ τοῖσιν ἑλκωθεῖσιν ὠφελίαν ( ὠφέλειαν codd., unmetrically)ἔχει Com.Adesp.106.8
.II profit, advantage,βούλευμα ἀπ' οὗ.. οὐδεμία ἔμελλε ὠφελίη ἔσεσθαι Hdt.
l. c.;εἴ τις ὠφέλειά γε S.El. 944
; τὴν κοινὴν ὠ. φυλάξαι the common interest of all, Th. 6.80;τίς ἂν εἴη ἡμῖν ὠ. εἰδόσιν αὐτό; Pl.Chrm. 167b
; opp. βλάβη, X.Cyr.6.2.13, Pl. (v. infr.2), etc.; opp. ζημία, X.Mem.2.3.6; ἐπ' ὠφελείᾳ ἐστί τι ib.1.4.4: c. gen. subjecti, τὴν ὠ. τὴν τῶν τειχέων their utility, Hdt.7.139: c. gen. objecti, ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν φίλων for their benefit, Pl.R. 334b; ὠφελίας ἕνεκα ib. 398b;ἐναντία τῇ ἑαυτῶν ὠ. And.2.2
; ἐν ὠ. ἐστί 'tis of use, X.Vect.4.35; after ὠφελεῖν, cf.ὠφελέω 1.5
.2 source of gain or profit, service, freq. in pl.,τὰς ὠ. τὰς ἐκ τῆς στρατείας.. ἐσομένας Isoc.4.15
;αἱ κοιναὶ ὠ. Lys. 19.62
;αἱ ἀπὸ τινος γιγνόμεναι ὠ. Isoc.4.29
;ὠφελίας τε καὶ βλάβας ἀποδιδοῦσα Id.R.332d
;αἱ παρὰ τῶν μισθοδοτούντων αὐτοὺς ὠ. D.15.32
.3 esp. gain made in war, spoil, booty, Plb.2.3.8, 3.82.8, Rev.Arch.6(1935).31 (pl., Amphipolis), LXX 2 Ma.8.20; ὠ. μεγάλαι καὶλάφυρα Plu.2.255b
;ὠφελείας ἀθροῖσαι Id.Cleom.12
;πολλῆς ὠ. κυριεῦσαι D.S.15.36
;τὴν χώραν γέμειν ὠφελείας Plb.3.80.3
; τίθεσθαι τὰ χρήματα δι' ὠφελείας to regard as booty, D.H.7.37; so in the chase, game, X.Cyn.6.4; so of a thief,ὠ. ἑτοίμην καὶ κατειργασμένην ἀφῆκεν Antipho 2.1.4
. (Prob. abstracted fr. οἰκ-ωφελία, which comes fr. οἶκον ὀφέλλειν 'to increase the οἶκος'; cf. ὄφελος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠφέλεια
-
3 πλεονεξια
ион. πλεονεξίη ἥ1) жадность, своекорыстие(πολυπραγμοσύνη καὴ π. Isocr.)
οὐ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ Thuc. — не в видах законной пользы, а из противозаконного своекорыстия;πλεονεξίαν ἀσκεῖν Plat. — предаваться стяжательству2) превосходство, преимущество, преобладание(αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι Isocr.)
3) выгода, польза, благо(αἱ δημόσιαι πλεονεξίαι Xen.)
4) (пре)избыток, излишек(π. καὴ ἀκοσμία Plut.)
ἥ παρὰ φύσιν π. καὴ ἔνδειά τινος Plat. — противоестественный избыток или недостаток чего-л.5) лог. хитрость, уловка -
4 κεῖμαι
κεῖμαι (ΚΕΩ, vgl. κείω), κεῖσαι, auch κεῖαι, H. h. Merc. 254, κεῖται, ion. κέεται, Her., bei Luc. de dea Syr. κέαται; κεῖνται, ep. u. ion. (κείαται u.) κέαται, Il. 16, 24 u. öfter, κέονται, Od. 16, 232 Il. 22, 510; conj. κέωμαι, κῆται, 19, 32 Od. 2, 102, wofür Buttmann κεῖται als alte Conjunctivsorm beibehalten wollte; inf. κεῖσϑαι, ion. κέεσϑαι, Hippocr., partic. κείμενος. – Impf. ἐκείμην, ἔκειτο u. κεῖτο, Hom. auch κέσκετο, Od. 21, 41; ἔκειντο, κείατο, Il. 11, 192 u. öfter; auch κέατο, 13, 763. – Fut. κείσομαι, dor. κεισεῦμαι, Theocr. 3, 53. – 1) liegen, sowohl von Menschen u. Thieren, als von leblosen Dingen; – a) schlafend daliegen, schlafen, ruhen, Hom. u. Folgde; auch müssig daliegen, rasten, unthätig, unbeschäftigt sein, Il. 2, 688. 7, 230. 18, 121 u. sonst. – b) schwach, ohnmächtig, krank, verwundet daliegen, Il. 2, 721. 8, 537. 11, 659. 15, 240. 18, 435 Od. 5, 457. – c) todt daliegen, oft im Hom.; auch von den Begrabenen, κεῖται ϑανών Aesch. Pers. 317, κεῖσαι δ' ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδε Ag. 1471, ἐν ταὐτῷ τάφῳ κείσῃ Ch. 882, κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ Soph. Ant. 1225, νεοσφαγὴς κεῖται Ai. 883, κεῖται παρ' Ἅιδῃ Πόλυβος O. R. 972, ἐν Ἅιδο υ κείμενος El. 455, ἐν Ταρτάρῳ Pind. P. 1, 15, οἱ μὲν ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται πεσόντες Eur. Rhes. 415; Her. 1, 67 u. öfter; Plat. Menex. 242 d; bes. in späterer Prosa, Hdn. 2, 1, 19. 7, 5, 15. – Hingeworfen, hingestreckt sein, von den Ringern, Ar. Nubb. 126; οὐ κειμένῳ πω τόνδε κομπάζεις λόγον Aesch. Eum. 560. – Von verwüsteten Städten, in Schutt u. Trümmern liegen, Sp., wie Lycophr. 252; ἐπανορϑοῦσα εἴ τι τῆς πόλεως ἔκειτο Plat. Rep. IV, 425 a. – d) im dauernden Unglück liegen; Od. 1, 46. 21, 88; πάντων ἄμμορος ἐν βίῳ κεῖται Soph. Phil. 138; ἐν οἵοις κείμεϑ' ἄϑλιοι κακοῖς Eur. Phoen. 1633. – e) weggeworfen, vernachlässigt, verachtet daliegen, Il. 5, 685 Od. 17, 296 u. öfter, bes. von den unbestattet daliegenden Todten; Aesch. ἄναγε μάν, δόμοι, πολὺν ἄγαν χρόνον χαμαιπετεῖς ἔκεισϑ' ἀεί Ch. 964. – 2) von Gegenden, Inseln, Städten, gelegen sein; Od. 7, 244. 9, 25. 10, 196; Aesch. frg. 316; Eur. Bacch. 18; πόλις, Ἀττική, Her. 1, 178. 6, 139; auch umschrieben, ἐν τῇ γῇ κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα, wie unser »ist gelegen«, 5, 49; Thuc. oft, u. Folgde; πόλις αὐτάρκη ϑέσιν κειμένη, eine Stadt von einer sich selbst genügenden Lage, Thuc. 1, 37, wie Hippocr. sagt τὰς πόλιας ταύτας ϑέσιν κέεσϑαι νοσερωτάτην, sie haben eine sehr ungesunde Lage. – Eben so von Sachen = sich an einem Orte befinden, sein; δίφρος, ϑρῆνυς κεῖται, Od. 17, 331. 410; εὐνή, 16, 35; οἶκος, 24, 358; κέσκετο μνῆμα 21, 41; ϑρόνος, κλίνη, χαλκήϊον, Her. 1, 9. 181. 4, 81; δίφρος, Plat. Rep. I, 328 c. – In vielen Vrbdgn entspricht es dem act. τίϑημι u. vertritt die Stelle des perf. pass. τέϑειμαι, gestellt, gelegt sein; εἰς ἀνάγκην κείμεϑα Eur. I. T. 620; εἰς ὀλίγην κεῖται κόνιν Agath. 51 (IX, 677); κεῖμαι εἰς Ἄϊδος εὐνάς Ep. ad. 677 (App. 260); niedergelegt, aufbewahrt u. dah. vorräthig sein; κτήματα, κειμήλια κεῖται ἐν δόμοις u. ä.; oft Hom.; βασιλῆϊ δὲ κεῖται ἄγαλμα Il. 4, 144; ähnl. κείσεταί σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἀνάγραπτος Thuc. 1, 129; von der an der Wand hangenden Lyra, Od. 8, 225; von dem unter dem Bauche des Widders hangenden Odysseus, 9, 434; τράπεζαι ἔκειντο Lys. 13, 37; εὐκρινῶς κειμένας χύτρας Xen. Oec. 8, 19. – Uebertr. von Gemüthszuständen, πένϑος ἐνὶ φρεσὶ κεῖται, Trauer ist in, liegt auf der Seele, Od. 24, 423; ϑεῶν ἐν γούνασι κεῖται, es liegt in den Knieen, d. h. in der Macht der Götter, hängt von ihrer Bestimmung, ihrem Willen ab; ἐν ὑμῖν ὡς ϑεῷ κείμεϑα Soph. O. C. 247, wir ruhen in euch, hangen von euch ab, unsere Hoffnungen beruhen auf euch; ἐν γὰρ τῇ κλυτὰ πείρατα κεῖται ἀέϑλων Ap. Rh. 2, 424; ἐν τῇ συγκλήτῳ κεῖται, es steht beim Senat, hängt von ihm ab, Pol. 6, 15, 6; vgl. Schäfer zu D. Hal. de C. V. 439. – Bes. tritt das Verhältniß zu τίϑημι hervor in folgenden Vrbdgn: – a) κεῖται ἄεϑλον, der Kampfpreis ist ausgesetzt, Il. 23, 723; Her. 8, 26. 93; ὅπλων ἔκειτ' ἀγὼν πέρι Soph. Ai. 916; auch νεῖκος, O. R. 490. – b) vom Gesetz; νόμος τοῖς τ' ἐλευϑέροις ἴσος καὶ τοῖσι δούλοις αἵματος κεῖται πέρι, ist gegeben, besteht, Eur. Hec. 292; καινὰ κεῖσϑαι ϑέσμ' ἐν ἀνϑρώποις τανῦν Med. 494; βοηϑεῖν τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις, den bestehenden, vorhandenen Gesetzen, = τοῖς τεϑειμένοις, Ac. Plut. 914; νόμων ὅσοι ἐπ' ὠφελείᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται, die zum Nutzen der Beleidigten gegeben worden, Thuc. 2, 37, neben ὅσοι ἄγραφοι ὄντες; oft in Prosa νόμοι, νόμιμα, Plat. Legg. IV, 705 d XI, 930 e Polit. 300 d; νόμοι κεῖνται περί τινος Antiph. 6, 1 u. sonst; auch πάτρια ἔϑη, Plat. Polit. 299 d; auch mit ὑπό verbunden, Xen. Hem. 4, 4, 21, wie Dem. τῷ ὑφ' ἑαυτοῦ πρότερον κειμένῳ νόμῳ τἀναντία ϑεῖναι, 24, 62; νόμος κείμενος dem καινός entgeggstzt, 24, 25, womit Is. 6, 32 zu vgl., ὡς οὐκέτι κέοιτο ἡ συνϑήκη, nicht mehr bestehe; eben so κείμεναι ζημίαι, Lys. 14, 9, die gesetzlich bestimmten, festgesetzten Strafen, wie Thuc. 3, 45; Plat. Legg. X, 909 d, der auch τὰ ἐν γράμμασι τεϑέντα καὶ κείμενα vrbdt, VII, 793 b; das Ausgesprochene, Festgesetzte, ἐπεκύρουν τὰς κειμένας ὑπὸ τῶν ὑπατικῶν γνώμας D. Hal. 7, 47; ὡμολογημένον ἡμῖν κεῖται Plat. Polit. 300 e; τοῦτο ἡμῖν οὕτω κείσϑω, es soll so bestimmt, festgesetzt sein, Soph. 250 e. – Bes. bei Sp. κεῖται παρά τινι, es findet sich bei einem Schriftsteller, wird bei ihm gelesen, vgl. Ath. II, 58 b IV, 165 d. – c) vom Namen, κεῖται ὄνομα, der Name ist gegeben, Her. 4, 184; τῷ οὔνομα κεῖται Δύρας, er heißt Dyras, 7, 198; ὀρϑῶς αὐτῷ τὸ ὄνομα κεῖται Plat. Crat. 395 c; περὶ ἅττ' ἂν κέηται τὰ ὀνόματα Soph. 257 c; Xen. ὁ μὲν ἀλαζὼν ἔμοιγε δοκεῖ ὄνομα κεῖσϑαι ἐπὶ τοῖς Cyr. 2, 2, 12. – d) bei Adverbien; εὖ κεάμενα, das im guten Zustande Befindliche, Aesch. Ch. 682; ὡς πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται Soph. Phil. 501; εἰ ταῦτ' ἀνατεὶ τῇδε κείσεται κράτη Ant. 481; εὖ κειμένων τῶν πρηγμάτων Her. 8, 102; μὴ κινεῖν εὖ κείμενον Plat. Phil. 15 e. – e) vom Gelde; κἄν τι πηρώσω γέ σοι τὸν παῖδα τύπτων, τἀργύριόν σοι κείσεται, das Geld soll erlegt werden, daliegen, Ar. Ran. 627; πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τρα-πέζῃ κεῖταί μοι, ist bei diesem Wechsler angelegt, Isocr. 17, 44; παρά τινι Plat. Epist. VII, 436 c. – f) von Weihgeschenken, die in den Tempeln niedergelegt od. aufgestellt sind, ἀνάϑημα κεῖται ϑεῷ.
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία — (Federico Garcia Lorca, Φουεντεβακέρος, Γρενάδα 1898 – 1936). Ισπανός ποιητής και δραματουργός. Γιος αγρότη και δασκάλας, φοίτησε σε ένα σχολείο ιησουιτών, ενώ το 1923 έλαβε πτυχίο νομικής. Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του (1913 28) σύχναζε… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek